χρηστοήθης

χρηστοήθης
χρηστοήθης
good-natured
masc/fem acc pl (attic epic doric)
χρηστοήθης
good-natured
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
χρηστοήθης
good-natured
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρηστοήθης — όηθες, ΝΜΑ αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • χρηστοήθη — χρηστοήθης good natured neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρηστοήθης good natured masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρηστοήθης good natured masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστοήθεις — χρηστοήθης good natured masc/fem acc pl χρηστοήθης good natured masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • χρηστοήθεια — η, ΝΜΑ [χρηστοήθης] η ιδιότητα τού χρηστοήθους, ηθικότητα, τιμιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”